- ιλυσπώμαι
- ἰλυσπῶμαι, -άομαι (Α)έρπω (σαν σκουλήκι ή σαν φίδι).[ΕΤΥΜΟΛ. < εἰλυσπῶμαι, μειωτακισμότο ρ. εἰλυσπῶμαι αποτελεί συνδετικό εκφραστικό σύνθ. από εἰλύομαι και σπῶμαι «κουλουριάζομαι σαν σκουλήκι ή σαν ερπετό»].
Dictionary of Greek. 2013.