ιλυσπώμαι

ιλυσπώμαι
ἰλυσπῶμαι, -άομαι (Α)
έρπω (σαν σκουλήκι ή σαν φίδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εἰλυσπῶμαι, με
ιωτακισμό
το ρ. εἰλυσπῶμαι αποτελεί συνδετικό εκφραστικό σύνθ. από εἰλύομαι και σπῶμαι «κουλουριάζομαι σαν σκουλήκι ή σαν ερπετό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιλυσσώμαι — ἰλυσσῶμαι, άομαι (Μ) ιλυσπώμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ρ. ἰλυσπῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • ειλυσπώμαι — εἰλυσπῶμαι ( άομαι) (Α) βλ. ιλυσπώμαι …   Dictionary of Greek

  • ιλυσπαστικός — ἰλυσπαστικός, ή, όν (Α) [ιλυσπώμαι] αυτός που δημιουργεί ελικοειδή, περιστροφική κίνηση …   Dictionary of Greek

  • ιλύσπασις — ἰλύσπασις, άσεως, ἡ (Α) [ιλυσπώμαι] συστροφή, περιστροφική, ελικοειδής κίνηση …   Dictionary of Greek

  • κατειλυσπώμαι — κατειλυσπῶμαι, άομαι (Α) κατέρχομαι στριφογυρίζοντας, κινούμαι ελικοειδώς προς τα κάτω («κατέλαβον... τὴν δ ἐκ τροχιλίας κατειλυσπωμένην», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + (ε)ἰλυσπῶμαι «κινούμαι ελικοειδώς»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”